- εὐωριάζω
- εὐωριάζω,A = εὐωρέω, S.Fr.561, prob. for ἐξωρ- in A.Pr.17 (cf. Hsch. and Phot.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευωριάζω — εὐωριάζω (Α) ολιγωρώ, αμελώ («εὐωριάζειν αφροντιστεῑν κατ αντίφρασιν ὥρα γὰρ ἡ φροντίς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευωρία με σημασία «ολιγωρία, αμέλεια»] … Dictionary of Greek
εὐωριάζειν — εὐωριάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)